- νυκτερῖτις
- νυκτερῖτιςfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νυκτερίτι — νυκτερῑτις, ιδος, ἡ (Α) το φυτό αναγαλλίς η κυανή. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύκτερος + επίθημα ίτις (πρβλ. στολ ίτις)] … Dictionary of Greek
νυκτερίτιδος — νυκτερί̱τιδος , νυκτερῖτις fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)